- φερνάριον
- φερν-άριον, τό, Dim. of sq., BGU1052.10, 1101.18, etc. (i B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φερνάριον — τὸ, Α υποκορ. μικρή, ασήμαντη προίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερνή «προίκα» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον, πλοι άριον)] … Dictionary of Greek